- λαθητικός
- λαθητικός, -ή, -όν (Α)αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + επίθημα -ητικός κατά το σχήμα μανθάνω - μαθητής / μαθητός - μαθητικός].
Dictionary of Greek. 2013.